νευρορραφή

νευρορραφή
η сшивание нервных волокон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νευρορραφή" в других словарях:

  • νευρορραφή — και νευρορραφία, η η συρραφή τών δύο άκρων ενός νεύρου που έχει υποστεί διατομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + ραφή] …   Dictionary of Greek

  • νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»